Ο γενικός όρος κρανιογναθική διαταραχή (CMD) – επίσης κροταφογναθική διαταραχή (TMD) – περιλαμβάνει διαταραχές των μασητήριων μυών και των κροταφογναθικών διαρθρώσεων, οι οποίες είναι σε μια τέτοια περίπτωση συνήθως επώδυνες. Αναφέρονται επίσης με τον όρο μυοαρθροπάθεια (ΜΑΡ).

Ανάμεσα στις πολλές διαφορετικές μορφές πόνου του στόματος και του προσώπου, η CMD είναι η συχνότερη μετά τον πονόδοντο. Σε μια δεδομένη στιγμή, ανάλογα με το είδος της εξέτασης, μεταξύ 3-12% του πληθυσμού πάσχει από CMD. Περίπου τα τρία τέταρτα των περιπτώσεων αφορούν τον πόνο των μασητήριων μυών και μόνο το ένα τέταρτο αφορά τον πόνο αρθρώσεων. Η CMD εμφανίζει ομοιότητες με τους πολύ πιο συχνούς πόνους στην πλάτη & τον αυχένα, με τους οποίους ανήκουν από κοινού στην ομάδα των μυοσκελετικών πόνων.

Αιτίες

Αφού για πολλά χρόνια υπήρχε η πεποίθηση ότι μικρές παρεκκλίσεις στην επαφή των δοντιών είναι η κύρια αιτία της CMD, σήμερα γνωρίζουμε ότι τα δόντια διαδραματίζουν πολύ μικρό ρόλο στην ανάπτυξη της συμπτωματολογίας. Πράγματι, στους ασθενείς με CMD συνήθως δεν υπάρχουν διαφορετικές συνθήκες σύγκλεισης από ό,τι στους υγιείς. Ομοίως, περαιτέρω εξετάσεις συνήθως δεν αποκαλύπτουν κανένα συγκεκριμένο λόγο για τα συμπτώματα καθώς και συγκεκριμένες οργανικές βλάβες που θα έπρεπε να θεραπευτούν. Οι σημαντικότεροι γνωστοί παράγοντες κινδύνου και προδιάθεσης είναι το γυναικείο φύλο, η ηλικία μεταξύ 20 και 50 ετών και πολλές ψυχολογικές επιβαρυντικές συνθήκες.

Ευτυχώς, η CMD είναι συνήθως καλοήθης και αυτοπεριοριζόμενη, δηλαδή κατά κανόνα εξαφανίζεται μόνη της και χωρίς θεραπεία, όπως ακριβώς και οι περισσότεροι πόνοι στην πλάτη. Όμως συχνά οι πάσχοντες βιώνουν περιστασιακά επώδυνες περιόδους. Η εμφάνιση μόνιμων συμπτωμάτων, η μετατροπή της δηλαδή σε χρονίζουσα κατάσταση, παρουσιάζεται μάλλον σπάνια και σχετίζεται ως επί το πλείστον με ψυχολογικούς επιβαρυντικούς παράγοντες.

Διάγνωση της CMD

Η διάγνωση πραγματοποιείται κυρίως με ένα λεπτομερές ιατρικό ιστορικό, στο τέλος του οποίου ο έμπειρος ιατρός έχει ήδη κάνει μια πιθανολογούμενη διάγνωση. Ακολουθεί μια σωματική εξέταση, η οποία αποτελείται από μια σύντομη οδοντιατρική λειτουργική ανάλυση και μερικές τεχνικές που προέρχονται από τη χειροθεραπεία. Η εξέταση συχνά συμπληρώνεται από πανοραμική ακτινογραφία δοντιών. Με αυτά τα απλά και ανέξοδα μέτρα μπορεί σχεδόν πάντα να εξάγεται μια αξιόπιστη διάγνωση.

MRΙ των κροταφογναθικών διαρθρώσεων

Οι μαγνητικές τομογραφίες (MRI) των αρθρώσεων συνήθως δεν έχουν κλινική σημασία, παρά το γεγονός ότι με αυτές μπορούν να απεικονίζονται όχι μόνο τα οστικά μέρη της άρθρωσης, αλλά και οι θύλακοι των αρθρώσεων, οι σύνδεσμοι και οι δίσκοι. Αυτό φυσικά έχει μεγάλο επιστημονικό ενδιαφέρον. Όμως οι μεγάλες ελπίδες που έχουν εναποτεθεί σε αυτή την τεχνική δυστυχώς έχουν διαψευστεί, διότι οι αποκλίσεις που εντοπίζονται στην MRI δεν αποτελούν συνήθως την αιτία των πόνων. Γι’ αυτόν το λόγο, η MRI κατά κανόνα δεν έχει επίδραση στην θεραπευτική προσέγγιση, αντίθετα ανησυχεί άσκοπα τους ασθενείς. Οι MRI των κροταφογναθικών διαρθρώσεων συνιστώνται μόνο σε περίπτωση έντονων πόνων που δεν ανταποκρίνονται στις συνήθεις θεραπείες για μήνες, και πριν από – ευτυχώς σπάνια απαραίτητες – γναθοχειρουργικές επεμβάσεις στην κροταγογναθική διάρθρωση. Δυστυχώς, εξακολουθούν να διενεργούνται εντούτοις συχνά, είτε από άγνοια, είτε για να εντυπωσιασθούν οι ασθενείς.

Θεραπεία της CMD

Επειδή η CMD κατά κανόνα είναι αυτοπεριοριζόμενη, το σημαντικότερο είναι να βοηθηθεί ο ασθενής να ξεπεράσει τη δύσκολη φάση. Το σημαντικότερο μέρος της θεραπευτικής προσέγγισής μας είναι η παροχή συμβουλών, η ενημέρωση και η καθοδήγηση για αυτοβοήθεια. Σε συγκεκριμένες περιπτώσεις ενδείκνυνται η χρήση νάρθηκα, η θεραπεία από ειδικά εκπαιδευμένους φυσικοθεραπευτές και η χορήγηση φαρμάκων. Επίσης, μπορεί να εφαρμοσθεί σε σχετικά βεβαρημένα περιστατικά η λεγόμενη ψυχοθεραπεία του πόνου, στην οποία βελτιώνεται στοχευμένα ο χειρισμός των πόνων και διδάσκεται η διαδικασία χαλάρωσης.

Σε σπάνιες περιπτώσεις, ο ασθενής μπορεί επίσης να παραπεμφθεί σε άλλους ειδικούς, όπως ωτορινολαρυγγολόγους, ορθοπεδικούς και νευρολόγους, διότι προβλήματα από όλους τους προαναφερθέντες κλάδους μπορεί να συμβάλλουν στην πρόκληση πόνων στο στόμα και το πρόσωπο.

Επειδή οι λανθασμένες θέσεις των δοντιών και της γνάθου σχεδόν ποτέ δεν προσδιορίζονται σαφώς ως αιτία, συνήθως δεν συνιστάται ορθοδοντική θεραπευτική παρέμβαση, ούτε προσθετικές επεμβάσεις όπως η νέα κατασκευή ακίνητης γέφυρας ή τεχνητής οδοντοστοιχίας, ή οποιεσδήποτε εγχειρίσεις. Ειδικά σε σοβαρές περιπτώσεις χρόνιου πόνου, κατά κανόνα θα πρέπει να αποφεύγονται τέτοιες επεμβατικές διαδικασίες, διότι συνήθως προκαλούν περισσότερη ζημία παρά όφελος, γεγονός που είναι επιστημονικώς τεκμηριωμένο.